βατόμουρο

βατόμουρο
το
ο καρπός του βάτου, το βάτσινο, το σμέουρο: Πρώτη φορά στη ζωή μου έφαγα πίτα από βατόμουρα και ήταν εξαιρετική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βατόμουρο — το ο καρπός του βάτου …   Dictionary of Greek

  • μόρο — (I) το ζωολ. γένος τελεόστεων οστεϊχθύων τής οικογένειας eretmophoridae. (II) το (Α μόρον) ο καρπός τής μουριάς, τής συκαμινιάς, συκάμινο, μούρο νεοελλ. ωάριο που μετά τη γονιμοποίηση του διαιρείται σε δύο, τέσσερα, οκτώ μέρη και ούτω καθεξής αρχ …   Dictionary of Greek

  • φραμπουάζ — το, Ν άκλ. βοτ. κοινή ονομασία του καρπού τού βάτου, ή βατομουριάς, Rubus idaeus, που είναι γνωστός και ως σμεουρ(δ)ιά, αλλ. κόκκινο βατόμουρο ή σμέουρ(δ)ο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. framboise, που έχει σχηματιστεί από το φραγκικό brambasi, λ. η οποία… …   Dictionary of Greek

  • Cloudberry — Taxobox name = Cloudberry image width = 240px image caption = From Bilder ur Nordens Flora (1917 1926) regnum = Plantae divisio = Magnoliophyta classis = Magnoliopsida ordo = Rosales familia = Rosaceae genus = Rubus species = R. chamaemorus… …   Wikipedia

  • βάτινος — και βάτσινος και βάτικος, η, ο Ι. (για δέντρο και θάμνους) αυτός που παράγει καρπούς όμοιους με του βάτου ΙΙ. το ουδ. ως ουσ. βάτσινο, το (Α βάτινον) ο καρπός του βάτου, το βατόμουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βάτος(Ι). Ο τ. βάτσινος αντί βάτινος με τροπή… …   Dictionary of Greek

  • βάτος — I Μικρό ακατοίκητο νησί του Αιγαίου, που υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οινουσσών του νομού Χίου. II Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 151 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βονίτσης και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλοακαρνανίας.… …   Dictionary of Greek

  • βατώδης — ες (AM βατώδης, ες) [βάτος (Ι)] 1. όμοιος με βάτο 2. σκεπασμένος με βάτους αρχ. όμοιος με βατόμουρο …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

  • κυνομόριον — κυνομόριον, τὸ (Α) το φυτὸ οροβάγχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + μόρον «βατόμουρο»] …   Dictionary of Greek

  • μορίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάντεις». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος. Κατ άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με τον τ. μόρον «μούρο», αν υποτεθεί ότι ο τ. μάντεις είναι άλλος τ. τού μαντία «βατόμουρο» (Διοσκ. 4, 37) πρβλ. βάτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”